- καθολικό καταπίστευμα
- Η υποχρέωση, από τη διαθήκη, του κληρονόμου να παραδώσει σε άλλο πρόσωπο (καταπιστευματοδόχος) την περιουσία που κληρονόμησε ή ποσοστό αυτής. Με αυτό τον τρόπο δίνεται επίσης η δυνατότητα στον κληρονομούμενο να ορίσει το πρόσωπο στο οποίο θα περιέλθει η κληρονομιά μετά τον θάνατο του πρώτου κληρονόμου του. Αν, μάλιστα, ο διαθέτης δεν έχει ορίσει το χρονικό σημείο επαγωγής της κληρονομιάς στον καταπιστευματοδόχο (π.χ. ενηλικίωση καταπιστευματοδόχου), τότε θεωρείται ότι η επαγωγή επέρχεται με τον θάνατο του κληρονόμου. Ως καταπιστευματοδόχος μπορεί να εγκατασταθεί και πρόσωπο το οποίο, κατά τον χρόνο θανάτου του διαθέτη, δεν έχει συλληφθεί (π.χ. παππούς που αφήνει καταπίστευμα υπέρ του ασύλληπτου εγγονού του) ή εταιρεία που δεν έχει συσταθεί. Επίσης, καταπιστευματοδόχος θεωρείται και ο κληρονόμος που έχει εγκατασταθεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία. Σε περίπτωση που ο διαθέτης, με διάταξη τελευταίας βούλησης, απαγόρευσε στον κληρονόμο του την εκποίηση της κληρονομιάς ή τη διάθεσή της, τότε, σε περίπτωση αμφιβολίας, οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του κληρονόμου θεωρούνται καταπιστευματοδόχοι. Ο καταπιστευματοδόχος δεν μπορεί ποτέ να υποχρεωθεί από τον διαθέτη σε καταπίστευμα υπέρ άλλου.
Dictionary of Greek. 2013.